ὀψαμάτης

ὀψαμάτης
ὀψᾱμάτης [pron. full] [μᾱ], [dialect] Dor. for -αμήτης, , ([etym.] ὀψέ, ἀμάω)
A one who mows till late at even, Μίλων ὀψαμᾶτα (voc.) Theoc.10.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οψαμάτης — ὀψαμάτης, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί ὀψαμήτης) αυτός που θερίζει μέχρι τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀμῶ «θερίζω»] …   Dictionary of Greek

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀψαμάτην — ὀψᾱμάτην , ὀψαμάτης one who mows till late at even masc acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”